Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Μια Πρόβα "νυφικού"



Κλέβοντας από την απόσταση τιμή
χαράζω βαθιά το νυστέρι στο φτωχικό σου βραδυνό.
Σάπια μήλα και κείνο το μισοφαγωμένο ψωμί που ξερνά
 βρωμερά σκουλήκια στο πάτωμα.
Δυσωδία και το παραθύρι κλειστό.
Πως βρέθηκα μες στον αέρα αυτόν που ζέχνει ;
Ποιο φάντασμα του νου μ οδήγησε
να πλάθω ερωτήματα
για πράγματα νεκρά;
Αν σκεφτείς ,φίλε μου, τη μικρή σου ζωούλα φτερωτή φυγάδα της κόλασης
κείνη θα πετάξει
κι αφού αλέσει τη γη
παραπλανήσει τ΄αστέρια
θα ρθει και θα λουφάξει σε μια κόχη ξυραφιού.
Κει το κουκούλι της ψηλά θα υφάνει,πάνω από το γεύμα,
κέντημα με χίλια μύρια  νήματα ,
πολύτιμο στολίδι του ταβανιού σου.

για τις ζωές που ακολουθούν.

Η βρεγμένη  σάρκα σέρνεται,
 αποφάσισε ταξίδι τρανό.
Τραπέζι-νεροχύτης
νεροχύτης τραπέζι.
Και τρίζει ο κόσμος γύρω όπως η ψάθινη καρέκλα .
Τρομάζει ,κοιτά τα άκρα κι αναρωτιέται
"ο χορός;"
ένα ρόδινο χρώμα ,ουρανός βαμμένος από το νυχτοδείλι
έτσι απλώνεται η ματιά του στο κενό.
"που πήγε ο χορός ; που τον ξέχασα; "
χαμένη στο τίποτα μια μουσική με καταδίκη βαριά στις πλάτες
 ακουμπά το υγρό σώμα ,
ανατριχίλα.
Θυμάται..
Τότε..
Εκείνη..
Μια γέρικη καρδιά ,φωλιασμένη στα νιάτα ,
στο σκληρό πετσί και την αθανασία.
Θωράκιση διπλή ,τριπλή αμέτρητη.
Άντε μη μπει ο πόνος εκεί  γελοίοι κατασκευστές του ανθρώπινου σώματος.
άντε μη μπουν οι μύχιες σκέψεις που τινάζουν τα κορμιά και σκορπούν αισθήματα.
Άντε μη μπει και κείνος ο έρωτας , αλήτης, χωρίς συνοδευτικά χαρτιά και συστάσεις.
Άντε ..
Κραδαίνει το δόρυ στο πάτωμα
τούτη τη φορά ούτε η μαγκούρα τον σώζει
αδύνατο να σηκώσει τον καημό.
Κάθεται ξανά,
οι σταγόνες απ΄το βάφτισμα ακολουθούν τη φθορά
αναπόφευκτα
κάποια στιγμή
θα ρθει η στεγνή ώρα
θα ελευθερωθεί.
Όχι ακόμα
Δεν έχει κάνει τη πρόβα νυφικού.
Δεν έχει μπει στο κουφάρι του μέσα να νιώσει την αλήθεια.
Κοιτά το κουκούλι και βλέπει τη γυναίκα.
Μια γυναίκα παιδί.
μια οπτασία όλη ένα βλέμμα,
χωρίς μάτια, χωρίς χέρια, χωρίς μαλλιά.
Ούτε φωνή μόνο βάθος...ένα βαθύ ποτάμι, σκοτεινό ,τρομακτικό κι απέραντο.
Δε φτάνει η ματιά στο άπειρο
κι ο ανθρωπάκος συρρικνώνεται μεμιάς
 κιμωλία σ΄ ένα μαυροπίνακα που δε ζωγράφισε ποτέ.
Πράξεις μόνο.
Συν, πλην.. ίσον.
Γελοιότητα.
Χαμογελά με το στόμα γεμάτο αποφάγια.
Η χαρά  ναρκωτικό της ζωής του.
Το κουκούλι-νυφικό τον κοιτά, αυτός εκείνο.
Πίκρα.
Κάποτε αυτός ο άντρας ονειρεύτηκε μια πρόβα νυφικού ,τη φόρεσε στη νύχτα της γυναίκας αντί για σάβανο.
Έτσι για να νιώθει ιππότης κι όχι θύτης.
Υποκρισία.
Θέλησε να μετρήσει τις αντοχές του ως άνθρωπος στο χλωμό πρόσωπο ενός αγέρα..

ο αέρας δεν έχει σώμα
ο αέρας  δε πονά .

κι έμπηξε βαθιά τις δαγκάνες ,
να δει το αίμα του στο μέλλον.
να κτίσει τη χαρμοσύνη στο παρόν.
μια πρόβα νυφικού με κουστούμι
πόσο πονά; "χαρά θέλω και πριν τη δω θα τη πλάσω" ..

Κάτω από το μαύρο λιγδιασμένο παπούτσι ..η τελευταία κλωστή .
ένα κέντημα που δε πρόλαβε καν να τελειώσει
με τη λάμψη του έντυσε την ευτυχία
διαβαίνουν τώρα τα σοκάκια.
τα γέλια αντηχούν , οι σκιές ξεμακραίνουν

μένει στο αεράκι  η τελευταία πράξη ,να μαζέψει τα σκουπίδια ,να σβήσει κι αυτόν
  τον απόηχο!