Τρίτη 30 Μαρτίου 2010
Διαμελισμενα ονειρα..
Κυριακή 21 Μαρτίου 2010
Γράμμα του Μάριου Ζ. από τις φυλακές Κορυδαλλού
Το γράμμα
Α’ ΠΤΕΡΥΓΑ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ 19.03.2010
Στις 11 Μαρτίου, ημέρα Πέμπτη, έγινε η σύλληψή μου από τις αστυνομικές δυνάμεις καταστολής. Το αίσθημα της ελευθερίας και το δικαίωμα του διαδηλώνειν κόπηκε με μιας με μένος και βία από πάνοπλο αστυνομικό των ΜΑΤ, αφού του έχει δοθεί το δικαίωμα αυτό. Αφορμή της σύλληψης η συμμετοχή σε διαδήλωση υπεράσπισης των δικαιωμάτων του εργαζόμενου και μη, πολίτη, έχοντας περίεργο κούρεμα και σακίδιο. Αιτία ο παραδειγματισμός.
Στην χούντα έσκιζαν με μαστίγιο τα πρόσωπα των εφήβων σπουδαστών μέσα και έξω από την νομική σχολή. Τώρα, με την ίδια βαρβαρότητα, η ¨σοσιαλιστική¨ κυβέρνηση, χρησιμοποιώντας όλα της τα μέσα σκίζει και μαστιγώνει τις ζωές των ανθρώπων που έχουν μοχθήσει, εκείνων που μοχθούν και εκείνων που αντιστέκονται και δεν φοβούνται να υπάρχουν, με βίαιες οικονομικές και τρομοκρατικές πολιτικές.
Την πολιτική ευθύνη της παράλογης σύλληψης υποχρεούται να την αναλάβει το κράτος. Η καθολική πολιτική αντίδραση που εκφράστηκε μέσα από το κύμα διαμαρτυρίας, αποδεικνύει ότι η κοινωνία αντιστέκεται. Κι αυτό είναι ακόμα πιο σημαντικό για ’μένα, που συνειδητά επέλεξα να παραμένω ανένταχτος. Το κράτος ζητά την ανυπαρξία μας και φοβάται την ύπαρξή μας.
Δεν είναι τόσο η δική μου περίπτωση προφυλάκισης, όσο τα αλλεπάλληλα παραδείγματα ψευδών κατηγοριών που αναδεικνύουν και αποδεικνύουν την προσπάθεια του κράτους να τρομοκρατήσει και να ταπεινώσει τον κάθε άνθρωπο που υπερασπίζεται τα δικαιώματά του, όσο και να αποθαρρύνει τον οποιονδήποτε άλλο διανοηθεί να τα υπερασπιστεί, δημιουργώντας κοινωνίες άβουλες που δεν θα αντιδρούν και δεν θα διεκδικούν.
Ευχαριστώ όσους αγωνίζονται για την αποφυλάκισή μου τόσο από την αρχή όσο και κατά την διάρκεια, από πραγματικό ενδιαφέρον, μακριά από κομματικές και πολιτικές σκοπιμότητες, είτε συμφωνώ με τις μορφές είτε όχι, γιατί δεν νιώθω ότι αυτό που είναι κρίσιμο αυτή την στιγμή είναι να συζητηθούν οι τρόποι με τους οποίους εκδηλώνεται αυτή η αλληλεγγύη, όσο να κριθεί το ίδιο το κράτος για τις πράξεις του.
Λευτεριά σε όσους είναι στα κελιά, συνεχιστές στην προσπάθεια για απελευθέρωση των κρατουμένων και της σκέψης.
Από τα κρατητήρια στην ΓΑΔΑ, γραμμένος στους κίτρινους τοίχους όπου υπάρχουν ακόμα ξεχασμένοι κρατούμενοι για μέρες και μέρες μέσα σε άθλιες συνθήκες.
Χρυσό κλουβί, υγρό κλουβί, λίγο το νοιάζει το πουλί.
Μάριος Ζ.
http://www.inews.gr
Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010
"οι καταραμενοι" της πολης...
Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010
Τρίτη 2 Μαρτίου 2010
Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010
Bullet Proof Soul- Sade
παιρνει χρονο να καταλαβεις..μεχρι το μουδιασμα να γινει πονος..να δεις το αιμα..να νιωσεις τη πληγη..
τωρα με βαμμενα τα χερια στεκεις...κανεις εχθρος..μονο σκιες,
λαβωθηκες απο μια σκια! τι ατυχια και τι ειρωνεια..απο το ανυπαρκτο..
αφου οτι αγαπας στεκει στο φως γιατι αφηνεις το σκοταδι να πλησιαζει κι ας μη σ' αγγιζει..
A Song of Despair- Pablo Neruda
The memory of you emerges from the night around me.
The river mingles its stubborn lament with the sea.
Deserted like the dwarves at dawn.
It is the hour of departure, oh deserted one!
Cold flower heads are raining over my heart.
Oh pit of debris, fierce cave of the shipwrecked.
In you the wars and the flights accumulated.
From you the wings of the song birds rose.
You swallowed everything, like distance.
Like the sea, like time. In you everything sank!
It was the happy hour of assault and the kiss.
The hour of the spell that blazed like a lighthouse.
Pilot's dread, fury of blind driver,
turbulent drunkenness of love, in you everything sank!
In the childhood of mist my soul, winged and wounded.
Lost discoverer, in you everything sank!
You girdled sorrow, you clung to desire,
sadness stunned you, in you everything sank!
I made the wall of shadow draw back,
beyond desire and act, I walked on.
Oh flesh, my own flesh, woman whom I loved and lost,
I summon you in the moist hour, I raise my song to you.
Like a jar you housed infinite tenderness.
and the infinite oblivion shattered you like a jar.
There was the black solitude of the islands,
and there, woman of love, your arms took me in.
There was thirst and hunger, and you were the fruit.
There were grief and ruins, and you were the miracle.
Ah woman, I do not know how you could contain me
in the earth of your soul, in the cross of your arms!
How terrible and brief my desire was to you!
How difficult and drunken, how tensed and avid.
Cemetery of kisses, there is still fire in your tombs,
still the fruited boughs burn, pecked at by birds.
Oh the bitten mouth, oh the kissed limbs,
oh the hungering teeth, oh the entwined bodies.
Oh the mad coupling of hope and force
in which we merged and despaired.
And the tenderness, light as water and as flour.
And the word scarcely begun on the lips.
This was my destiny and in it was my voyage of my longing,
and in it my longing fell, in you everything sank!
Oh pit of debris, everything fell into you,
what sorrow did you not express, in what sorrow are you not drowned!
From billow to billow you still called and sang.
Standing like a sailor in the prow of a vessel.
You still flowered in songs, you still brike the currents.
Oh pit of debris, open and bitter well.
Pale blind diver, luckless slinger,
lost discoverer, in you everything sank!
It is the hour of departure, the hard cold hour
which the night fastens to all the timetables.
The rustling belt of the sea girdles the shore.
Cold stars heave up, black birds migrate.
Deserted like the wharves at dawn.
Only tremulous shadow twists in my hands.
Oh farther than everything. Oh farther than everything.
It is the hour of departure. Oh abandoned one!