τουτη η διαμονισμενη ψυχη μου δε στεριωνει
πουθενα
καθε που εκεινο το παραθυρι ανοιγει
εκεινη ξεκινα το ταξιδι.
Χανεται , ξεχνα το γυρισμο.
Λαβωμενη απ' τα ιδια της τα λαθη
με το αιμα ακομα ζεστο
παραδινεται
στη φυγη.
Ωσαν το Σισυφο οπως σημαδεψες καποτε μετρά πληγες!
Μα ποιος τολμα τη μοιρα να κουρσεψει;
Ποιος ειν΄εκεινος
που θα κοψει τα φτερα;
Κανεις , ποτέ , υπηρξε ,θα φανει;
Σκεψεις που καιγονται
χωρις ελπιδα
και κεινη η τυχη;
Της φορτωσες βαρυ πεπλο
μολυσμενο
ειναι η ζωη σου αυτη;
Ποιος φταιει;
Εγω ,εσυ , οι αλλοι, κανεις;
Γι αυτο φευγω καθε φορα
που πλησιαζω
να μη δεις πως υπαρχω
πως ειν΄η αληθεια αυτη.
Και παλι σα κεινες τις τυφλες
πεταλουδες της νυχτας
πιανομαι στον ιστο σου
αδικα,
ανωφελα,
και τοτε πεθαινω
για να γεννηθω ξανα
μα ποτε το ιδιο .
Και πετω
καθε φορα και πιο λιγη ,μικρη ,ασημαντη..
Και γυρευω
εκεινο που δε μπορω να κερδισω, να νιωσω, να κατακτησω..
Και καποτε που
η στιγμη μου κουρασμενη, ματωμενη, πεθαμενη
θα παψει πια να φευγει,
μπορεις εσυ
να τη νεκροστολισεις...